παραδότης

παραδότης
ο, ΝΜ [παραδίδω]
νεοελλ.
αυτός που παραδίδει κάτι σε κάποιον άλλο
μσν.
1. αυτός που κληροδότησε κάτι («παραδόται ἁγιώτατοι τῆς καθ' ἡμᾱς πίστεως», Ευστ.)
2. ο προδότης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”